- εργαλειακός
- η , ό[ν] относящийся к инструменту, орудию;
εργαλειακό σφάλμα — производственный брак
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εργαλειακό σφάλμα — производственный брак
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εργαλειακός — ή, ό [εργαλείο] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο εργαλείο … Dictionary of Greek